- ακαταπράυντος
- -η, -ο (Α ἀκαταπράυντος, -ον) [καταπραΰνω]αυτός που δεν μπορεί να καταπραϋνθεί, να γαληνέψεινεοελλ.(πείνα ή δίψα) που δεν μπορεί να κορεστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταπράυντος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταπραΰνει, να κατευνάσει: Η οργή του συνεχιζόταν ακαταπράυντη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ … Dictionary of Greek
αμείλιχος — ἀμείλιχος, ον (Α) [μειλίσσω] 1. αδυσώπητος, αμείλικτος 2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος … Dictionary of Greek
ακατεύναστος — η, ο ακαταπράυντος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασίγαστος — ασίγαστος, η, ο και ασίγητος, η, ο και ασιγάλιαστος, η, ο επίρρ. α ασώπαστος, ακαταπράυντος: Τον είχε κυριέψει ένα ασίγαστο πάθος για μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)